- αδολίευτος
- ἀδολίευτος, -ον (Μ) [δολιεύομαι]ο άδολος*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδολίευτος — η, ο ειλικρινής, ευθύς: Σ όλη του τη ζωή ήταν άνθρωπος αδολίευτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδολίευτον — ἀδολίευτος not concealed masc/fem acc sg ἀδολίευτος not concealed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδολιεύτων — ἀδολίευτος not concealed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδολος — η, ο επίρρ. α απονήρευτος, αδολίευτος: Συνδεόταν μαζί του με άδολη φιλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)